χρυσάορος

χρυσάορος
χρῡσάορος [pron. full] [ᾱ], ον, (ἄορ)
A = χρυσάωρ, with sword of gold, epith. of Apollo, Il.5.509, 15.256, Pi.P.5.104; also of Demeter, h.Cer.4; of Artemis, Orac. ap. Hdt.8.77; of Orpheus, Pi.Fr.139.9; so [full] χρυσᾱορεύς, έως, of Zeus at Stratonicea, Str.14.2.25, cf. OGI234.24 (Delph., iii B. C.); also [full] χρυσᾱόριος, CIG2720,2721 ([place name] Stratonicea): hence [full] χρῡσᾱορεῖς, οἱ, of a league formed by his worshippers, τὸ χρυσαορέων ἔθνος OGIl.c.12, cf. 111.8 (Egypt, ii B. C.); called τὸ χρυσαορικὸν σύστημα, Str.l.c.; cf. St.Byz. s.v. [full] χρῡσᾱορίς.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χρυσάορος — χρῡσά̱ορος , χρυσάορος with sword of gold masc/fem nom sg χρῡσά̱ορος , χρυσάωρ masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσάορος — ον, και ποιητ. τ. χρυσάωρ, ορος, ὁ, ἡ, Α (για θεούς) αυτός που έχει χρυσό ξίφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + άορος / άωρ (< ἄορ / ἆορ «ξίφος»). Η άποψη, ωστόσο, ότι το β συνθετικό τού τ. ανάγεται στη λ. ἀήρ δεν θεωρείται πιθανή] …   Dictionary of Greek

  • Χρυσάορος — Χρυσάωρ masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσαορεύς — έως, ὁ, Α (ως προσωνυμία τού Διός) χρυσάορος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσάορος + κατάλ. εύς*] …   Dictionary of Greek

  • χρυσαόριος — ον, Α [χρυσάορος] χρυσάορος* …   Dictionary of Greek

  • χρυσάορον — χρῡσά̱ορον , χρυσάορος with sword of gold masc/fem acc sg χρῡσά̱ορον , χρυσάορος with sword of gold neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γοργόνα — I Μυθολογικό πρόσωπο. Αναφέρεται και με το όνομα Γοργώ. Στην ελληνική μυθολογία, η Γοργώ είναι το φοβερό, δαιμονικό τέρας, η κόρη της Γαίας. Στην παλαιότερη εκδοχή του μύθου αναφέρεται ότι κατά τη Γιγαντομαχία, η Γαία, για να βοηθήσει τους γιους… …   Dictionary of Greek

  • χρυσάορα — η, Ν ζωολ. γένος κνιδόζωων σκυφοζώων τής υφομοταξίας σκυφομέδουσες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. chrysaora (< χρυσάορος] …   Dictionary of Greek

  • χρυσάωρ — Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Ποσειδώνα καιτης Μέδουσας, αδελφός του Πήγασου και πατέρας του τρικέφαλου γίγαντα Γηρυόνη, από τη νύμφη του Ωκεανού Καλλιρρόη. Ο X., μαζί με τον Πήγασο, ξεπήδησαν από τον λαιμό της Μέδουσας, όταν τον έκοψε ο Περσέας.… …   Dictionary of Greek

  • χρυσαορίς — ίδος, Α (για θεά) αυτή που φέρει ξίφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσάορος + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. ποικιλ ίς)] …   Dictionary of Greek

  • χρυσαορικός — ή, όν, Α [χρυσάορος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χρυσάορο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”